ἐπίουρος

ἐπίουρος
ἐπί - ουρος (οὖρος): guardian or watch over; Κρήτῃ, ‘ruler over’ Crete, Il. 13.450 ; ὑῶν, ‘chief swine - herd,’ Od. 13.405, Od. 15.39.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • επίουρος — ἐπίουρος, ὁ (AM) μσν. πάσσαλος αρχ. (με γεν. ή δοτ.) φύλακας, επιστάτης, επιμελητής (α. «ὑῶν ἐπίουρος», Ομ. Οδ. β. «ἐπίουρε βοῶν», Θεόκρ γ. «Μίνωα τέκε Κρήτῃ ἐπίουρον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ουρος < * ο ορος (πρβλ. όρομαι «επιτηρώ,… …   Dictionary of Greek

  • ἐπίουρος — guardian masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιούροις — ἐπίουρος guardian masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιούρου — ἐπίουρος guardian masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιούρους — ἐπίουρος guardian masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιούρῳ — ἐπίουρος guardian masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίουρε — ἐπίουρος guardian masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίουροι — ἐπίουρος guardian masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίουρον — ἐπίουρος guardian masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιούριον — ἐπιούριον, τὸ (Α) (υποκορ. τού επίουρος) μικρός πάσσαλος …   Dictionary of Greek

  • οπίουρος — ὀπίουρος, ὁ (Α) (πρέπει να αναγν. ἐπίουρος) γόμφος, καρφί, πάσσαλος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”